- ξάσιμο
- τοη ξάνση, το λανάρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- τού ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. -(σ)ιμο (πρβλ. γνέσ-ιμο, κλώσ-ιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποξαίνω — (Α ἀποξαίνω) νεοελλ. τελειώνω το ξάσιμο αρχ. ξεσχίζω … Dictionary of Greek
κρεπάρισμα — το [κρεπάρω] 1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού 2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού 3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα … Dictionary of Greek
ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… … Dictionary of Greek
πίληση — η / πίλησις, ήσεως, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] η τέχνη τής κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιών αρχ. 1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή… … Dictionary of Greek
ταλασιουργία — ἡ, Α [ταλασιουργός] η κατεργασία τού μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του … Dictionary of Greek
γιούτα — Φυτικές κλωστικές ίνες. Εξάγονται από τον βλαστό ειδών του γένους κόρχορος. Πρόκειται για ετήσια ποώδη φυτά ύψους άνω των 2 μ. που έχουν κυλινδρικό στέλεχος με ελάχιστους βλαστούς και μακρόστενα φύλλα. Τα μικρά άνθη τους είναι λευκά ή κίτρινα και … Dictionary of Greek
κανάβι και κάνναβη — (κάνναβις η ήμερος κοινή). Φυτό της οικογένειας των μορεϊδών και κατ’ άλλους των κανναβινιδών (δικοτυλήδονα). Είναι φυτό ποώδες, με όρθιο βλαστό και έχει ύψος γύρω στα 2 μ., απλό ή λίγο διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα. Έχει φύλλα αντίθετα,… … Dictionary of Greek
λανάρα — η (λ. λατ.), εξάρτημα για το ξάσιμο του μαλλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαναράς — ο (λ. λατ.), αυτός που ασχολείται με το ξάσιμο του μαλλιού, ο εριουργός, ο ιδιοκτήτης λαναριστήριου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)